Κρατιέμαι για να μην βάλω τα τραγούδια που μισείς. προσπαθώ να ακούω χαρούμενα μήπως με χαλαρώσουν αυτά. Με έχει πιάσει αυτή η αίσθηση απόγνωσης. Σα να αρχίζει το β' ενικό μου να ξεφτίζει και να γίνεται πάλι αόριστο. όπως πρώτα, που μίλαγα μόνη μου χωρίς εσένα. Τώρα μιλάω κοιτώντας το μέρος όπου φαντάζομαι πως βρίσκεσαι και καθησυχάζω τον εαυτό μου πειθοντάς τον πως εσύ ακούς. και πως σε νοιάζει. Μα υπάρχει κι αυτή η μικρή βελόνα που με τρυπάει και την ονομάζω υποψία -οι βελόνες και οι υποψίες μοιάζουν άλλωστε γιατί μας τσιγλίζουν και οι δυο- και με κάθε τρύπημα βγαίνει και λίγο αίμα μα επειδή είναι υποψία-βελόνα κάνουμε πως δεν το βλέπουμε για να μας βολεύει στην ιστορία μας. Υπάρχει και μια μικρή περιπτωσούλα να νιώθεις πως τσιμπιέσαι ενώ δεν τσιμπιέσαι αλλά επειδή τώρα πονάω θα πω πως τσιμπήθηκα. Αυτή λοιπόν τη στιγμή, που όπως λες λέω λόγια που σε λίγο θα εύχομαι να μην τα είχα πει, σκέφτομαι και πράγματα που πιθανών θα εύχομαι να μην τα είχα σκεφτεί ή σε λίγο θα πάψω ούτως ή άλλως να τα σκέφτομαι ή θα ξεχάσω πως τα σκέφτηκα σα να μην υπήρξαν ποτέ. Αυτή την παράξενη στιγμή αναρωτιέμαι αν μεταλλάσσεσαι σε αυτό που ήσουν και μου φέρεσαι όπως φερόσουν στις άλλες, αδιάφορα. και ίσως φταίει το οτι σε συνήθισα να νοιάζεσαι πολύ. σε συνήθισα να είσαι εκεί κι ότι κι αν γίνει να τρέχεις δίπλα μου να το περνάμε παρέα. και τώρα δεν μπορώ να δεχτώ πως καταλήξαμε τόσο μακριά κι αυτό επειδή κι αν ακόμη με έβλεπες δεν θα γινόσουν καλύτερα. ενώ εγώ παρακαλάω να σε δω και ανταλλάξαμε ρόλους και βλέπω σιγά σιγά πόρτες να κλείνουν η μια μετά την άλλη και να χτυπάνε στο προσωπό μου κι εγώ να κλαίω επειδή δεν μπορώ να την δεχτώ αυτή την εικόνα. δεν μπορώ να συλλάβω με το νου μου αυτή την πραγματικότητα. Θέλω να κοιμηθώ για πενήντα χρόνια κι όταν ξυπνήσω να μην θυμάμαι τι με πειράζει όταν θυμώνω. θέλω να ξεχάσω την καλή σου πλευρά και να μην σκέφτομαι οτι άλλαξες. να μου λες πως με αγαπάς και να το δέχομαι χωρίς να το αμφισβητώ. Θέλω να χαθώ απο όλα μα δεν το κάνω γιατί δεν το αντέχω..